Bergamo - Curva Pisani Requiem / Τζοακίνο-Πάολο και Σάντρο και Παολίνο

Λογοτεχνία ενάντια σε δύσκολους καιρούς
ΟΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΙΣ ΤΟΥ ΕΥΜΑΡΟΥ ΓΡΑΦΟΥΝ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΕΡΕΣ ΤΗΣ ΚΑΡΑΝΤΙΝΑΣ

Γράφει ο Κώστας Ποντικόπουλος
ΜΠΕΡΓΚΑΜΟ - ΚΟΥΡΒΑ ΠΙΖΑΝΙ ΡΕΚΒΙΕΜ
ΤΖΟΑΚΙΝΟ και ΠΑΟΛΟ και ΣΑΝΤΡΟ και ΠΑΟΛΙΝΟ.
SocietàΟ Πάολο Τεντέσκι γεννήθηκε το απόγευμα της 2ας Ιουνίου 1963. Είναι συζητήσιμο αν η ημερομηνία και η ώρα γέννησης κάποιου μπορεί να παίζει στ’ αλήθεια, όπως ισχυρίζονται οι αστρολόγοι, κάποιο σημαντικό ρόλο στη ζωή και την τύχη του. Το σίγουρο είναι πως εκείνη τη μέρα ο πατέρας του, ο Τζοακίνο, είχε στις προτεραιότητές του κάτι πολύ πιο σημαντικό από τη γέννηση του γιου του κι έτσι έλειπε από το Μπέργκαμο. Η μητέρα του κόντευε να πάρει μέρες κι απ’ το δέκατο μήνα της εγκυμοσύνης και η κοιλιά της είχε φτάσει σχεδόν ως τα γόνατα. Του κάκου ξόρκιζε τον Τζοακίνο να μη φύγει τέτοιες κρίσιμες μέρες αλλά εκείνος, αποφασισμένος, της αντέτεινε πως «το γιο μου, έχω μπροστά όλη μου τη ζωή για να τον βλέπω, αυτό που συμβαίνει τώρα είναι από τα πράγματα που συμβαίνουν μία μόνο φορά στη ζωή του ανθρώπου και δεν μπορώ να το χάσω! Θα είναι σα να μην έζησα ποτέ».
Ο Τζοακίνο, όσο σκληρό κι αν ακούγεται, είχε δίκιο. Εκείνο το απόγευμα η Αταλάντα, η λατρεμένη ομάδα της πόλης και κατά συνέπειαν και του Τζοακίνο Τεντέσκι που ήταν γέννημα θρέμμα της πόλης, έπαιζε για πρώτη φορά στην ιστορία της στο μεγάλο τελικό του Κυπέλου Ιταλίας, στο Σαν Σίρο του γειτονικού Μιλάνου, με την Τορίνο. Ποδόσφαιρο, εκείνη την παλιά εποχή, παρακολουθούσαν μόνο οι άντρες κι έτσι στο Μπέργκαμο εκείνη την ημέρα δεν είχε μείνει ούτε αρσενικό σπουργίτι. Οι γειτόνισσες, μόνες κι αυτές στο σπίτι, κάλεσαν το ασθενοφόρο που μετέφερε την μητέρα του Πάολο στην μαιευτική κλινική του νοσοκομείου Πάπας Ιωάννης ο 23ος. Μια απ’ αυτές συνόδεψε την ετοιμόγεννη μέχρι τον θάλαμο τοκετών. Ο οδηγός του ασθενοφόρου και ο εφημερεύων νεότατος γιατρός που την ξεγέννησε πρέπει να ήταν τα μόνα αρσενικά που είχαν απομείνει στην πόλη και που έφεραν με απόλυτη επιτυχία σε πέρας το θεάρεστο καθήκον τους, βρίζοντας και καταριώμενοι την ώρα και τη στιγμή που οι παλιότεροι και ιεραρχικά ανώτεροι συνάδελφοι τούς είχαν χώσει, τέτοια μέρα, υπηρεσία και έτσι θα έχαναν τον ιστορικό αγώνα.
Έτσι το έφερε η μοίρα και ο Πάολο Τεντέσκι άνοιξε τα μάτια του στον κόσμο ακριβώς τη στιγμή που λίγα χιλιόμετρα πιο μακριά, σ’ ένα μεγάλο γήπεδο κατάμεστο από ένα πλήθος Μπεργκαμάσκων που παραληρούσε, ο Άντζελο Ντομενγκίνι πέρασε όλη την άμυνα της Τορίνο, ντρίπλαρε και τον τερματοφύλακα και σκόραρε το τρίτο προσωπικό του γκολ και τρίτο της Αταλάντα, προσθέτοντας ένα ένδοξο κεφάλαιο στην ιστορία της πόλης και γράφοντας με χρυσά γράμματα το όνομα της ομάδας στο Πάνθεον των μεγάλων συλλόγων της χώρας που είχαν κατακτήσει κάποιο τρόπαιο.
Η επιστροφή στο Μπέργκαμο ήταν θριαμβευτική. Δύο μέρες κράτησαν τα τρελά πανηγύρια σ’ όλες τις πλατείες και τις γειτονιές της πάνω και της κάτω πόλης. Την τρίτη ημέρα άνοιξαν πάλι τα γραφεία, τα μαγαζιά και τα εργοστάσια και ο Τζοακίνο Τεντέσκι πήγε στο μαιευτήριο να αγκαλιάσει, επιτέλους, το γιο του και να δει τη λεχώνα γυναίκα του. Όταν κράτησε στην αγκαλιά του εκείνο το ροδοκόκκινο ανθρωπάκι, η απόλυτη ευτυχία, η άπειρη χαρά τον λύγισε. Δάκρυα κύλησαν στα μάτια του. Αυτός ο γιος θα μπορούσε μια μέρα να γίνει το δέκα το καλό της Αταλάντα.
Ο Πάολο Τεντέσκι δεν έγινε ποδοσφαιριστής, η μοίρα το έφερε κι αυτό ή ίσως κάποια ατυχής κληρονομικότητα. Έχοντας εκ γενετής βαριά πλατυποδία ήταν αδύνατη η σοβαρή ενασχόλησή του με τον αθλητισμό. Σε αντιστάθμισμα της απογοήτευσης λόγω αυτού του θελήματος Θεού, ο πατέρας Τζοακίνο εμπότισε το γιο του με μιαν απέραντη αγάπη για την ομάδα που, συνεπικουρούμενη από τη συναίσθηση της αδυναμίας να την υπηρετήσει μέσα από το γήπεδο, στον Πάολο άγγιξε τα όρια της ψυχικής ασθένειας. Ίσως να υπήρξε ο νεαρότερος σε ηλικία οπαδός της Αταλάντα, που τα μάτια του είδαν ζωντανά από τις κερκίδες του Ατλέτι Ατζούρι ντ’ Ιτάλια ανάμεσα στους φανατικούς Ορόμπιτσι1, την κυανόμαυρη ομάδα στον εναρκτήριο για τη σαιζόν ‘63-‘64 αγώνα εναντίον της Λανερόσι Βιτσέντζα, στην τρυφερότατη ηλικία των δυόμισι μηνών, καλά βολεμένος στην αγκαλιά του πατέρα του. Στο σπίτι είχε προηγηθεί σφοδρός συζυγικός καυγάς, αλλά οι φόβοι της μητέρας του Πάολο πως σε κάποιο πιθανό γκολ ή χαμένη ευκαιρία της Αταλάντα ο πατέρας Τζοακίνο θα εκσφενδόνιζε το μωρό στον αέρα δεν επαληθεύτηκαν, αφού ο αγώνας ήταν σούπα και μοιραία έληξε μηδέν μηδέν.
Έτσι ο Πάολο έγινε ο οπαδός που θα μπορούσε να περηφανευτεί πως ποτέ δεν έλειψε, σε όλη του τη ζωή, από κανέναν εντός έδρας αγώνα της Αταλάντα από την τρυφερή ηλικία των τριών μηνών. Μόνον όταν έφτανε η ώρα να έρθει στο Μπέργκαμο η Λάτσιο, ο Τζοακίνο τον άφηνε προληπικά στο σπίτι, αφού αυτή η ομάδα με τους φασίστες οπαδούς της ήταν θανάσιμος εχθρός των οπαδών της Αταλάντα και οι μεταξύ τους αγώνες κατέληγαν πάντα σε σοβαρά επεισόδια με πολλούς, άλλους βαριά και άλλους πιο ελαφριά, τραυματίες, στα πλαίσια ενός παλιού, διαιωνιζόμενου ακήρυχτου πολέμου. Μα κι αυτό, μέχρι την ηλικία των οκτώ ετών. Ο Πάολο μεγάλωνε και ο χρόνος γι’ αυτόν μετρούσε με αγωνιστικές του πρωταθλήματος, ανεξάρτητα αν επρόκειτο για την πρώτη, τη δεύτερη ή και την τρίτη εθνική κατηγορία, όπου ανεβοκατέβαινε συχνά η ομάδα. Εξάλλου η πρώτη θέση του βορείου ομίλου της τρίτης εθνικής το 1982 και η κατάκτηση του πρωταθλήματος της δεύτερης εθνικής το 1984 ήταν άλλες μεγάλες στιγμές ευτυχίας στη ζωή των διψασμένων για νίκες Μπεργκαμάσκων που καταγράφηκαν ανεξίτηλα στη ψυχή τους συλλογικά, αλλά και του Πάολο ειδικά. Όταν το 1976 οργανώθηκαν επίσημα πια οι Κυανόμαυρες Ταξιαρχίες των Ορόμπιτσι και εγκαταστάθηκαν οριστικά στο βόρειο πέταλο του γηπέδου, στο πέταλο «Kούρβα Πιζάνι», πατέρας και γιος με τα κασκόλ τους στο λαιμό έπαιρναν θέση πρώτοι - πρώτοι κάτω απ’ τις σημαίες, άλλες κυανόμαυρες κι άλλες κόκκινες με σφυροδρέπανα και τα πλακάτ με τις ζωγραφισμένες σε ύφος σοσιαλιστικού ρεαλισμού γροθιές και κάτω από το μεγάλο πανό με τη μορφή του Τσε Γκεβάρα, μορφή που στο μυαλό του μικρού Πάολο έπαιρνε ο εκάστοτε ηρωικός σκόρερ της ομάδας, έστω κι αν η αντίπαλος ήταν κάποια πολύ ασθενέστερη ομάδα κάποιας επαρχιακής κωμόπολης, που η νίκη επ’ αυτής δεν ήταν και κανένα μεγάλο κατόρθωμα.
Το 1987 ήταν για την πόλη, την ομάδα και τον Πάολο μια χρονιά περίεργη, με πολλά αντιφατικά γεγονότα. Τον προηγούμενο χρόνο ο Πάολο είχε παντρευτεί με πολιτικό γάμο στο Δημαρχείο την Πατρίτσια Παβέζε, συμμαθήτριά του από το λύκειο, μια γλυκειά, αλλά πολυλογού μελαχρινή κατσαρομάλλα, μετρίου αναστήματος με όμορφα μεγάλα, φλογερά μαύρα μάτια, ίσως υπέρ το δέον εξτρεμίστρια, πολιτικά αλλά και γενικώς. Παρ’ όλα αυτά η Αταλάντα απ’ την πλευρά της δεν στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων. Μετά από μια απογοητευτική χρονιά υποβιβάστηκε τον Μάιο του ’87 στη δεύτερη εθνική. Ο πατέρας Τζοακίνο, ευτύχησε να μη ζήσει αυτή την καταστροφή, το οξύ έμφραγμα του μυοκαρδίου τον πρόλαβε το βράδυ της ήττας από την Κάλιαρι. Ίσως και η συνολική κακή πορεία της ομάδας σ’ εκείνη τη σαιζόν να είχε επιβαρύνει την κατάσταση της γεροντικής καρδιάς.
Όμως, όπως πάντα στα πράγματα της ζωής μας, ενώ καλό είναι να πρυτανεύει η λογική, όλα γίνονται πιο συναρπαστικά όταν το παράλογο βρίσκει την πόρτα ανοιχτή και μπαίνει, η Αταλάντα έφτασε πάλι μετά από πολλά χρόνια στον τελικό του Κυπέλλου Ιταλίας 1987. Οι παλαιότεροι με δάκρυα στα μάτια αναθυμήθηκαν τις στιγμές του ’63, οι νεότεροι μπέρδεψαν στη φαντασία τους εικόνες των ονείρων τους με εικόνες που είχαν καταγραφεί βαθιά μέσα τους από τις διηγήσεις των γονιών τους που είχαν ζήσει τον παλιό εκείνο θρίαμβο. Ένας ευχάριστος πυρετός είχε απλώσει τη θέρμη του πάνω από την πόλη. Λίγες μέρες πριν τον τελικό, έπιασαν την Πατρίτσια οι πόνοι. Στην μαιευτική κλινική του Πάπας Ιωάννης ο 23ος θα γεννιόταν άλλος ένας Τεντέσκι.
Έχοντας χαραγμένο στο βάθος της ψυχής του το μελαγχολικό πρόσωπο της μητέρας του, και αποδίδοντας αυτή τη μελαγχολία στο γεγονός πως όταν αυτός γεννήθηκε, ο πατέρας του μόνο μετά από τρεις μέρες έκανε την εμφάνισή του στο μαιευτήριο - πράγμα που σταθερά, όταν ερχόταν σε δύσκολη θέση, χρησιμοποιούσε η μητέρα του στους συζυγικούς καυγάδες -, ο Πάολο περίμενε φανατικά, με πρωτοφανή υπομονή στον διάδρομο του νοσοκομείου τη γέννηση του γιου του. Η αναμονή αυτή κράτησε πολλές ώρες και τσιγάρα, κι όταν τον φώναξε η νοσοκόμα, έτρεξε σαν αστραπή και παρέλαβε στην αγκαλιά του το ροδοκόκκινο ανθρωπάκι. Η απόλυτη ευτυχία, η άπειρη χαρά τον λύγισε. Δάκρυα κύλησαν στα μάτια του. «Ίσως αυτό», σκεφτόταν αργότερα, «αυτό, που απ’ την πρώτη στιγμή τον άφησα να μου πάρει τον αέρα» ήταν το γεγονός που συνετέλεσε ώστε ο Σάντρο - αυτό ήταν το όνομα που έδωσαν στο γιο τους ο Πάολο και η Πατρίτσια - να προκύψει παντελώς αδιάφορος για το ποδόσφαιρο και κατά συνέπεια και για την Αταλάντα. Ίσως να ‘ταν αυτό, ίσως όμως να συνετέλεσε και το γεγονός πως σ’ εκείνον τον τελικό που ήταν διπλός, η Αταλάντα νικήθηκε κατά κράτος από την παντοδύναμη διαπλανητική Νάπολι του ευλογημένου απ’ τους ουρανούς Ντιέγκο Μαραντόνα, του Μπρούνο Τζορντάνο και του Αντρέα Καρνεβάλε, που εκείνη τη χρονιά σκόρπιζε στους πέντε ανέμους κάθε αντίπαλη άμυνα και έκανε ένα εντυπωσιακό νταμπλ.
Ο Σάντρο – κι αυτό, όπως όλα, η μοίρα το ‘φερε ή μπορεί και μια ατυχής κληρονομικότητα - ήταν άλλη πάστα. Σαν να μην προερχόταν απ’ την ίδια οικογένεια. Σαν να έσπασε ένας κρίκος στην αλυσίδα των Τεντέσκι. Είχε μεγάλο ταλέντο, αλλά στη μουσική. Αυτό έγινε φανερό αμέσως, απ’ το νηπιαγωγείο. Αφού περιπλανήθηκε σε διάφορα όργανα, πνευστά κυρίως, κατέληξε νωρίς στο όμποε. Ο μπαμπάς Πάολο, ήταν πολύ περήφανος και χαρούμενος για τις επιδόσεις του γιου του στη μουσική, στο ωδείο τον θεωρούσαν παιδί θαύμα. Το σαράκι όμως της αδιαφορίας του άμεσου απογόνου του για το ποδόσφαιρο, του κατέτρωγε τα σωθικά. Έφερε μέσα του βαρέως την απογοητευση να είναι αυτός ένας νέος πατέρας που δεν θα συνόδευε ποτέ το γιο του στην Κούρβα Πιζάνι τις Κυριακές. Άλλες φορές αναθεμάτιζε την τύχη του, μα αισιόδοξος άνθρωπος όπως ήταν, άλλες, «Δεν πειράζει», παρηγοριότανε σαν να καραδοκούσε, «θα μου κάνει εγγόνι, δε θα μου κάνει;»
Δεν ήταν προσευχή αυτό, αφού ο Πάολο δεν ήταν κανένας πιστός. Ήταν όμως τόσο δυνατός εκείνος ο πόθος που το σύμπαν αλλά και μια στιγμιαία απροσεξία του Σάντρο συνετέλεσαν στο να καταστεί έγκυος η πρώτη βιόλα της ορχήστρας Στάμπιλε ντι Μπέργκαμο, όπου από τα είκοσί του είχε προσληφθεί ο νεαρότατος μουσικός. Μάγκυ το όνομα της πρώτης βιόλας, από μια μακρινή πόλη του Κονέκτικατ η καταγωγή, που ο Πάολο ποτέ δεν κατάφερε να συγκρατήσει τ’ όνομά της. Κατά επτά ολόκληρα χρόνια μεγαλύτερή τού Σάντρο, χρωματικά και γενικώς αδιάφορη, με μέτριο έως κάτω από τη βάση βαθμό σε μια κλίμακα βαθμολόγησης της ομορφιάς, φανατική καθολική στο θρήσκευμα. Η κάθετη άρνηση – λόγω θρησκείας - της Μάγκυ να προβεί σε εκούσια διακοπή της κυήσεως, το υψηλό αίσθημα ευθύνης του Σάντρο που αμφιταλαντεύτηκε πολύ ξέροντας μέσα του πως δεν αγαπούσε τη Μάγκυ, όλα αυτά σε απόλυτη συμφωνία με τον συντηρητισμό και την οπισθοδρόμηση που είχε συντελεστεί στην ιταλική κοινωνία και λογικά και στο Μπέργκαμο όπου η Λέγκα του Βορρά2 κατέγραφε ικανά ποσοστά τα τελευταία χρόνια, οδήγησαν, παρ’ όλες τις πιέσεις, το ζευγάρι στον ναό του Σαν Σαλβατόρε στην τέλεση ενός καθ’ όλα παραδοσιακού θρησκευτικού γάμου, με πολύ λίγους όμως καλεσμένους αφού η εμφανής κοιλιά της νύφης δεν αποτελούσε καλή σύσταση για την εικόνα μιας ευσεβούς πιστής. Η αμετανόητη εξτρεμίστρια μαμά Πατρίτσια δεν μπήκε στην εκκλησία. Κατά τη διάρκεια της τελετής, κάπνιζε στον πεζόδρομο έξω απ’ το ναό κι άκουγε γουώκμαν. Ο μπαμπάς Πάολο, πέρασε την είσοδο της εκκλησίας αλλά δεν προχώρησε πιο μέσα, ένοιωθε κάπως αμήχανα ανάμεσα στη συνεπή στάση της γυναίκας του και στην κατηφόρα που είχε πάρει ο γιος του. Κι οι δυο όμως μετά, συνόδευσαν, μαζί με τους λίγους φίλους, τους νεόνυμφους στο τραπέζι που δόθηκε στην παρακείμενη Βινερία Κότσι της Βία Μπαρτολομέο Κολλεόνι. Όταν σερβιρίστηκαν τα καζοντσέλλι3, ο Πάολο κοίταξε κρυφά τη νύφη του. «Τι άγαρμπα που βάζει το πιρούνι στο στόμα της... αμερικάνα, τι περιμένεις;», σκέφτηκε, κι αμέσως «και τι με νοιάζει, εγώ την παντρεύτηκα; Ας πρόσεχε κοτζάμ άντρας... Ας μου κάνει, εμένα, τον εγγονό κι ας τρώει όπως θέλει». Τέσσερις μήνες αργότερα η οικογένεια ξαναπέρασε από την μαιευτική κλινική του Πάπας Ιωάννης ο 23ος. Ο Σάντρο για πρώτη φορά και ο – παππούς πια - Πάολο για δεύτερη, σήκωσαν στην αγκαλιά τους ένα ροδοκόκκινο ανθρωπάκι. Η απόλυτη ευτυχία, η άπειρη χαρά τούς λύγισαν. Δάκρυα κύλησαν στα μάτια τους. Ο Σάντρο κοίταξε τον βουρκωμένο πατέρα του κι ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που ένοιωσε πως κι αυτός πρόσφερε κάτι στον άνθρωπο που του έδωσε τη ζωή. Ήταν το καλοκαίρι του 2010 και η Αταλάντα είχε υποβιβαστεί για μία ακόμα φορά στη δεύτερη εθνική κατηγορία.
Ο πρώτος πραγματικός καυγάς του ζεύγους των μουσικών έγινε όταν ετέθη το θέμα του ονόματος του νέου Τεντέσκι. Η Μάγκυ επέμενε σθεναρά στο Μασσιμιλιάνο, όνομα που ισχυριζόταν πως πάντα ονειρευότανε να δώσει στο γιο της, αν ποτέ έκανε γιο. Στην ένσταση του Σάντρο πως το όνομα ήταν πάρα πολύ μακρύ και δύσχρηστο και πως αν κάποια στιγμή, φερ’ ειπείν, το παιδί απρόσεκτα έτρεχε να διασχίσει το δρόμο, μέχρι να φωνάξεις όλο το όνομα «Μασσιμιλιάνο!», το διερχόμενο αυτοκίνητο θα είχε πατήσει το παιδί, αντέτεινε με κάποια απαξίωση «αν θες, μπορείς να τον φωνάζεις Μαξ, όπως τα σκυλιά». Ο Σάντρο από πλευράς του, βρήκε σε τούτο το θέμα την ευκαιρία να ξεπλύνει την ενοχή που ένοιωθε προς τον Πάολο επειδή δεν εδιαφέρθηκε ποτέ για το ποδόσφαιρο, να ωθήσει στα όρια, στην απόλυτη ολοκλήρωση, εκείνη τη χαρά που είχε δει στα βουρκωμένα μάτια του πατέρα του τη στιγμή που είχε πρωτοκρατήσει στην αγκαλιά του τον εγγονό του: «Το παιδί θα το βγάλουμε Πάολο, σαν τον παππού του!». Το παιχνίδι ήταν χαμένο εκ προοιμίου για την αμερικάνα μπροστά στη σύμπνοια της Ιταλικής οικογένειας. Ήταν η πρώτη φορά που η Μάγκυ θα συνειδητοποιούσε που ακριβώς είχε μπλέξει και με λίγα μούτρα, πολύ στρατηγικά ανέκρουσε πρύμναν, ξεχνώντας τα περί Μαξ και Μασσιμιλιάνο. Έτσι βαφτίστηκε, θρησκευτικά, - εκεί της πέρασε - ο Πάολο Τεντέσκι ο δεύτερος, που ο παππούς μέσα στην ευτυχία του, λίγο χαϊδευτικά, λίγο σαν φόρο τιμής στον Πάολο Ρόσσι4, τον φώναζε και στο τέλος επέβαλε σε όλους να τον φωνάζουν, Παολίνο.
Σε κάποια επίσκεψη στον παιδίατρο, ο παππούς Πάολο επέμεινε,παρά την αρχική της αντίρρηση, να συνοδέψει τη Μάγκυ. Όταν η επίσκεψη τελείωσε και η Μάγκυ με τον Παολίνο βγήκαν στον προθάλαμο, πήρε παραμάσχαλα τον γιατρό και, χαμηλόφωνα, του έκανε την αγωνιώδη ερώτηση. Ο γιατρός παραξενεύτηκε κι αμέσως χαμογέλασε καθησυχαστικά. Όχι, όχι, ο Παολίνο δεν είχε πλατυποδία.

ΠΑΟΛΟ και ΠΑΟΛΙΝΟ.
Τετάρτη, 12 Φεβρουαρίου 2020, βράδυ.
Ο Πάολο κοίταξε το ρολόι του. Είχε καθυστερήσει. Δυο προπορευόμενα αυτοκίνητα που είχαν τρακάρει και οι οδηγοί τους δεν χρησιμοποιούσαν τις ευγενέστερες εκφράσεις στον μεταξύ τους διάλογο, είχαν κλείσει το δρόμο και δοκίμαζαν τα νεύρα των οδηγών. Κάθε βράδυ, τέσσερα χρόνια τώρα, πήγαινε με το αυτοκίνητο να πάρει τον Παολίνο από ένα αθλητικό κέντρο στα περίχωρα της πόλης όπου γινόντουσαν οι προπονήσεις της παιδικής ακαδημίας ποδοσφαίρου της Αταλάντα. Όταν ο Παολίνο έγινε έξι χρονών, απ’ αυτή την ηλικία σε δεχόταν η ακαδημία, ο παππούς Πάολο εξεδήλωσε – με τη σύμφωνη γνώμη του παιδιού, που ήδη μέτραγε αρκετές παρουσίες στην Κούρβα Πιζάνι - την πρόθεσή του να τον γράψει, αναλαμβάνοντας τα έξοδα της συνδρομής και την ευθύνη για όλα τα πρακτικά προβλήματα που πιθανόν να προέκυπταν, όπως η μεταφορά από και προς τις προπονήσεις και που οι γονείς του αδυνατούσαν να εγγυηθούν. Ο Σάντρο είχε δει σ’ αυτή τη πρόταση άλλη μιαν ευκαιρία εξιλέωσης για την απογοήτευση που ο ίδιος είχε δώσει στον πατέρα του και συμφώνησε αμέσως. Έτσι κι αλλιώς, στον μικρό φαινόταν να αρέσει πολύ το ποδόσφαιρο. Η Μάγκυ, που υπογείως είχε κάνει τα πάντα για ν’ αποτρέψει μια τέτοια προοπτική αλλά είχε αποτύχει παταγωδώς, δεν έδειξε κανέναν ενθουσιασμό, με τη διακιολογία πως στα μέρη της το σόκκερ είναι άθλημα για γυναίκες. Όμως δεν επέμεινε περισσότερο, τα παθήματα, ενίοτε, γίνονται μαθήματα.
Όταν επιτέλους έφτασε στο αθλητικό κέντρο, οι μεγάλοι προβολείς είχαν ήδη σβήσει, η προπόνηση πρέπει να είχε τελειώσει από ώρα. Πάρκαρε απ’ έξω και πέρασε την είσοδο. Κατευθύνθηκε προς το κυλικείο, εκεί περίμεναν τα παιδιά τούς γονείς τους αν τύχαινε ν’ αργήσουν. Μια κοψιά ήταν τα μικρά παλικαράκια με τις αθλητικές τους φόρμες, μα ο Πάολο αναγνώρισε τον Παολίνο από μακριά, από το ξανθό του τσουλούφι. Λάτρευε αυτό το ξανθό τσουλούφι, σήμα κατατεθέν του εγγονού του. Ο Παολίνο τον είδε, στράφηκε, «έλα ρε παππού, έχω ακόμα να διαβάσω πολύ για αύριο» του είπε τάχα μου γκρινιάρικα. Όμως ο Πάολο ένιωσε πως ο εγγονός του έλαμπε περίεργα.
«Καλησπέρα κύριε Τεντέσκι, έχετε δυο λεπτά; Θα ήθελα να σας πω κάτι», είπε ο προπονητής που καθόταν και κουβέντιαζε με τα παιδιά που είχαν ξεμείνει και σηκώθηκε απ’ την καρέκλα του.
«Καλησπέρα, κόουτς» είπε ο Παόλο και του έτεινε το χέρι. «Βέβαια. Τι είναι;» Ο προπονητής τον πήρε λίγο πιο πέρα.
«Να, ήθελα να σας πω, ο Παολίνο φέτος έχει κάνει μεγάλη πρόοδο.Έχει γίνει πραγματικά πολύ καλός. Στη θέση του δεξιού μπακ, βγάζει μάτια. Έχει τεχνική, έχει ταχύτητα, έχει δύναμη, έχει ομαδικότητα, παίζει με μυαλό, βλέπει γήπεδο. Κι είναι δουλευταράς. Είναι μόνο ενιάμισι, αλλά σκεφτόμαστε εκτός από την Κ-10 να τον προωθήσουμε και στην Κ-12. Μα πρέπει να πάρουμε την έγκριση των γονιών γι’ αυτό, γιατί και οι αγώνες θα είναι πιο επικίνδυνοι, με αντιπάλους μεγαλύτερης ηλικίας, και οι προπονήσεις πιο σκληρές. Αλλά κάτι τέτοιο θα τον ωριμάσει και θα τον βελτιώσει πολύ. Χρειαζόμαστε έγγραφη συναίνεση της οικογένειας. Πιστεύετε πως είναι δυνατόν;»
Αν ο Πάολο είχε να διαλέξει ανάμεσα σ’ αυτά τα λόγια και είκοσι εκατομμύρια ευρώ στον τραπεζικό του λογαριασμό, θα διάλεγε ασυζητητί αυτά τα λόγια. Κατάλαβε και ποια ήταν η αιτία της λάμψης του Παολίνο, που όση ώρα μιλούσε με τον προπονητή είχε τα μάτια του καρφωμένα πάνω τους.
«Την μητέρα φοβάμαι λίγο», είπε στον προπονητή. «Αλλά νομίζω δεν θα έχουμε πρόβλημα. Θα το συζητήσω μαζί τους και θα σας πω.»
Πηγαίνοντας προς το αυτοκίνητο, παππούς και εγγονός, ήταν σαν να μην πατούσαν στη γη. Σαν να πετούσαν ένα μέτρο πιο ψηλά. Ξαφνικά ο Πάολο σαν κάτι να θυμήθηκε, γύρισε και φώναξε:
«Κόουτς, την άλλη Τετάρτη δεν πιστεύω να έχει προπόνηση... Θα πάμε στο Μιλάνο, έτσι δεν είναι;»
«Ε, ναι. Σίγουρα!»
Προχώρησαν στο αυτοκίνητο. Ο Πάολο άνοιξε τη δεξιά πόρτα
του συνοδηγού κι έκανε μια βαθιά θεατρική υπόκλιση, από ‘κείνες που έκαναν οι υπηρέτες, τα παλιά τα χρόνια, όταν βοηθούσαν το βασιλιά ν’ ανέβει στην ιππήλατη άμαξα.
«Παρακαλώ αφέντη Χάτεμπουρ!»
Ο μικρός έσκασε στα γέλια. Του άρεσε όμως. Στο γυρισμό ήταν δυο ευτυχισμένοι άνθρωποι στις μπροστινές θέσεις ενός αυτοκινήτου, πριν λίγους μήνες είχαν συμφωνήσει πως ο Παολίνο είχε μεγαλώσει αρκετά για να κάθεται μπροστά φορώντας τη ζώνη ασφαλείας. Ο Πάολο προσπάθησε να μάθει περισσότερα, ρώτησε με πραγματική αγωνία τον Παολίνο να του πει λεπτομέρειες, πώς και τι για το όλο θέμα, αλλά ο μικρός ήταν τόσο ενθουσιασμένος που δεν άκουγε τίποτα καί μόνο φώναζε με όλη τη δύναμη της φωνής του συνθήματα των οπαδών της Αταλάντα. Δεν ήθελε και πολύ ο παππούς, άρχισε κι αυτός με την εξασκημένη τόσα χρόνια στην Κούρβα Πιζάνι φωνάρα του να σεγοντάρει μα και να παίρνει τη σκυτάλη απ’ τον εγγονό σε ένα παραληρηματικό πρίμο σεγόντο ευτυχίας. Κι εκεί, σ’ ένα σημείο του παρμπρίζ κάτω από τον καθρέφτη, νόμισε για μια στιγμή πως είδε τον πατέρα του τον Τζοακίνο να του χαμογελάει από μια γωνιά κάπου ψηλά στον ουρανό. Όσο κι αν προσπάθησε, δεν κατάφερε να κρύψει το σπάσιμο στη φωνή του, έκανε στην άκρη δεξιά το αυτοκίνητο και σταμάτησε. Έβγαλε ένα μαντήλι από την τσέπη και σκούπισε τα μάτια του. Ο Παολίνο γύρισε παραξενεμένος:
«Παππού, τι κάνεις; Κλαις;»
Τον άφησε κάτω απ’ το σπίτι του Σάντρο και της Μάγκυ, δεν του έδινε πια φιλάκι, είχε μεγαλώσει, έκαναν αντρικό πια χαιρετισμό, «κόλλα πέντε». Κι εκείνο το βράδυ όπως όλα τ’ άλλα, τη στιγμή που κόλλησαν τα χέρια, συγχρονισμένοι φώναξαν τραγουδιστά το σύνθημα: «Φόρτσα Αταλάντα!». Δεν ήταν πολύ μακριά το σπίτι του Πάολο, τρεις καθέτους πιο κάτω έστριψε δεξιά και πάρκαρε στην πρώτη θέση που βρήκε. Στον λαιμό του είχε απομείνει η αίσθηση εκείνου του κόμπου από τη συγκίνηση και τα μάτια του ήταν ακόμα λίγο υγρά. Ο Παολίνο. Η Αταλάντα φέτος... Πόση ευτυχία...
(Τα τελευταία δύο χρόνια το Μπέργκαμο ζούσε μια συλλογική παράκρουση. Η ομάδα είχε μεταμορφωθεί στα χέρια του μάγου προπονητή Γκασπερίνι. Με σωστή οργάνωση, συνετές επιλογές παικτών, είχε φτιάξει μια ομάδα πρότυπο θεαματικού επιθετικού ποδοσφαίρου που όλοι θαύμαζαν. Το 2019 βγήκε τρίτη στο πρωτάθλημα Ιταλίας, στην καλύτερη θέση που είχε πάρει ποτέ στην ιστορία της. Αυτό της έδωσε το δικαίωμα συμμετοχής στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, τον μεγαλύτερο ποδοσφαιρικό θεσμό στον οποίο μπορεί να συμμετάσχει ευρωπαϊκή ομάδα. Για τους Μπεργκαμάσκους ήταν σαν να ταξίδευαν στο διάστημα! Με μία εκπληκτική (με την κυριολεκτική σημασία της λέξης, πολλοί λίγοι μπορούσαν να προβλέψουν κάτι τέτοιο) πορεία στους αρχικούς ομίλους κατάφερε να περάσει και να προκριθεί στους δεκαέξι καλύτερους του θεσμού! Πρώτη αντίπαλος κληρώθηκε να είναι η πολύ ισχυρή ισπανική Βαλένθια και ο πρώτος αγώνας θα γινόταν στο στάδιο Τζουζέππε Μεάτσα του γειτονικού Μιλάνου, αφού το ιστορικό γήπεδο του Μπέγκαμο, το Ατλέτι Ατζούρι ντ’ Ιτάλια είχε κατεδαφιστεί και στη θέση του ειχε ξεκινήσει η ανέγερση νέου σύγχρονου σταδίου, αντάξιου της αναγεννημένης ομάδας. Ο αγώνας είχε ορισθεί για την Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2020.)

Τετάρτη, 19 Φεβρουαρίου 2020, πρωί πρωί.
Υπάρχει ένα συναίσθημα που μόνο αν είσαι φανατικός οπαδός μιας ομάδας μπορείς να νιώσεις. Είναι ένα μίγμα αγωνίας, ελπίδας, φόβου, που από στιγμή σε στιγμή, πριν τον αγώνα, αλλάζει την ποσοστιαία του σύνθεση, μα που όλα μαζί συνθέτουν μιαν ανεξέλεγκτη προσμονή χαράς. Κι όσο πιο σημαντικός είναι ο αγώνας τόσο πιο δυνατό είναι αυτό το συναίσθημα και τόσο πιο μεγάλες είναι η χαρά ή η απελπισία στο τέλος, ανάλογα με το αποτέλεσμα. Μ’ αυτό το συναίσθημα ξύπνησε ο Πάολο εκείνο το πρωί. Και το «ξύπνησε» είναι τρόπος του λέγειν αφού στην πραγματικότητα δεν είχε κλείσει μάτι όλη νύχτα όπως κάθε παραμονή σημαντικού αγώνα. Η ώρα ήταν επτά.
Η Πατρίτσια είχε ήδη σηκωθεί, είχε ετοιμάσει τον καφέ, η μηχανή του εσπρέσσο ήταν γεμάτη πάνω στο σβησμένο μάτι, η μοσχοβολιά είχε ποτίσει την ήρεμη κουζίνα. Κεράστηκε ένα φλιτζάνι, κάθισε στο τραπέζι. Από μέσα άκουσε το καζανάκι της τουαλέτας, την πόρτα, την κίνηση, η Πατρίτσια ήρθε, πέρασε από πίσω του, έσκυψε του έδωσε ένα φιλί στο κεφάλι, όπως έκανε κάθε πρωί όλα αυτά τα χρόνια, κάθισε απέναντι. Του χαμογέλασε.
«Σήμερα είναι η μεγάλη μέρα;» Ρώτησε.
«Σήμερα.»
Ανυπομονούσε. Στις οκτώ πήρε τηλέφωνο στο κινητό τον Παολίνο. Ο μικρός ακούστηκε αγουροξυπνημένος.
«Έλα παππού, καλημέρα. Δε με πήρε καθόλου ο ύπνος όλη νύχτα.»
«Εμένα μου το λες; Ούτ’ εμένα.»
«Θα πάμε με το αυτοκίνητο;»
«Άπαπα, θα κάνουμε πέντε ώρες με την κίνηση που θα έχει. Το τρένο θα πάρουμε, θα έχει κι εκεί πολύ κόσμο, αλλά σε μιαν ωρίτσα θα φτάσουμε. Ετοιμάσου, θα περάσω σε μισή ώρα να σε πάρω, όσο πιο νωρίς φύγουμε τόσο καλύτερα.»
Ο κόσμος πύκνωνε όπως προχωρούσαν προς το σταθμό από την λεωφόρο Πάπα Ιωάννη 23ου. Με κυανόμαυρες σημαίες (από καιρό, μετά απ’ το 1996 όταν αρχηγός των Ορόμπιτσι ανέλαβε εκείνος ο αμφιλεγόμενος Μπότσια που αποπολιτικοποίησε σιγά – σιγά την κερκίδα, δεν υπήρχαν πια κόκκινες σημαίες και γροθιές και τέτοια), κασκόλ, καπελάκια, αγόρια, κορίτσια, άντρες, γυναίκες, χαρωπά παρέες-παρέες ή κατά μόνας, λαμπερά πρόσωπα. Κάποιοι προθέρμαιναν ήδη τις φωνές τους στα συνθήματα. Έβλεπαν γνωστούς, φίλους, χαιρετιόντουσαν, αγκαλιαζόντουσαν, όλοι χαμογελαστοί, όλοι στην ίδια κατεύθυνση. Φτάνοντας στο Πιατσάλε Γκουλιέλμο Μαρκόνι, έξω απ’ το σταθμό σμίγανε με άλλες παρέες και κατευθύνονταν προς την είσοδο του σταθμού. Ήταν όλοι μια μεγάλη αγκαλιά. Έξω απ’ την πόλη, η ατέλειωτη πεδιάδα του Πάδου ένοιωθε τις δονήσεις από τα βήματά και τις ελπίδες τους, ενώ από πάνω της, οι κορφές των Άλπεων χαμογελούσαν ήρεμες, κρυμμένες πίσω από τα σύννεφα. Η γιορτή είχε αρχίσει. Και μεταφερόταν με κάθε μέσον στο Μιλάνο.

Τετάρτη, 19 Φεβρουαρίου 2020, βράδυ.
Βράδιασε. Όταν οι ομάδες παρατάχθηκαν στο γρασίδι του γηπέδου κι ανέμισε στο κέντρο το ασπρόμαυρο σεντόνι οι κραυγές και τα τραγούδια από τις κερκίδες έφτασαν στον ουρανό. Οι καρδιές πήγαιναν να σπάσουν. O αγώνας άρχισε. Στο δέκατο έκτο λεπτό, ο Χάτεμπουρ, ο υπέροχος Ολλανδός δεξιός μπακ της Αταλάντα με το νούμερο 33, έβαλε το πρώτο γκολ. Πανδαιμόνιο! Φωνές, ζητωκραυγές, αγκαλιές! Παππούς και εγγονός αγκαλιάστηκαν και χοροπηδούσαν. Η Αταλάντα πετούσε στο γήπεδο, ακολούθησαν άλλα δύο γκολ. Δεν πίστευαν στα μάτια τους, τσιμπιόντουσαν να δουν αν ζουν στ’ αλήθεια αυτό που ζουν ή αν ονειρεύονται. Και τότε ήρθε η πιο ωραία στιγμή του αγώνα. Ο Χάτεμπουρ πήρε τη μπάλα σχεδόν στο κέντρο του γηπέδου από δεξιά και ξεχύθηκε σαν σίφουνας προς το αντίπαλο τέρμα, οι αντίπαλοι τον κυνηγούσαν αλλά δεν τον έφταναν, μπήκε στη μεγάλη περιοχή, σούταρε κι έβαλε το τέταρτο γκολ. Δεν ήταν νίκη, ήταν θρίαμβος. Δεν ήταν ένα ματς, ήταν ιστορία. Δεν ήταν όνειρο, ήταν πραγματικότητα. Ο Παολίνο είχε πάθει παροξυσμό, ούρλιαζε, χυπιόταν, κοπανιόταν, το ξανθό τσουλούφι του χόρευε σαν τρελό. Ο Πάολο έβγαλε το μαντήλι από την τσέπη του. Πάλι σκούπιζε τα μάτια του. Όλη η κερκίδα είχε γίνει μια μεγάλη φωνή, μια μεγάλη αγκαλιά...

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2020, βράδυ.
Ο Πάολο έφτασε νωρίς εξω απ’ το προπονητικό κέντρο. Ακόμα ζούσε στην παραζάλη του προχθεσινού αγώνα κι όπως περνούσε η υπερένταση της ατέλειωτης εκείνης ημέρας και της νύχτας των ξέφρενων πανηγυρισμών, ένοιωθε μια κούραση. Ο Παολίνο βγήκε απ’ την πόρτα, είδε το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς τα κει.
«Παππού, κάτι έχω πάθει, έχω αρρωστήσει» είπε χαμογελώντας μόλις μπήκε στο αυτοκίνητο. Ο Πάολο ανησύχησε.
«Τι έχεις, τί έπαθες; Κρύωσες;» Ο μικρός έσκασε στα γέλια.
«Από προχτές που πήγαμε στον αγώνα έχω τρελαθεί. Μόλις κλείνω τα μάτια μου βλέπω τον Χάτεμπουρ να παίρνει τη μπάλα, να τρέχει και να βάζει το γκολ. Μου έχει καρφωθεί. Δε μπορώ να το βγάλω από το μυαλό μου. Έχει κολλήσει. Και ξέρεις κάτι;»
«Τι;»
Ο Παολίνο χαμογέλασε σκανταλιάρικα.
«Κάποιες φορές δεν είναι ο Χάτεμπουρ που το κάνει, βλέπω πως το κάνω εγώ.»
«Μη βιάζεσαι» του απάντησε ο Πάολο σοβαρά. «Θα το κάνεις σίγουρα μια μέρα. Έχουμε όλο το χρόνο για να το κάνεις. Κι εγώ θα είμαι εκεί, στη Κούρβα Πιζάνι, μέγας ευτυχής παππούς, να σε χαίρομαι.»
Η ώρα ήταν δέκα το βράδυ. Το Μπέργκαμο άρχιζε να συνέρχεται από την παραζάλη της προχθεσινής νίκης και σαρανταπέντε λεπτά αργότερα η Ιταλία κατέγραφε τον πρώτο νεκρό από τον καινούριο ιό. Το είπαν στις ειδήσεις την άλλη μέρα.

Τρίτη, 10 Μαρτίου 2020, απόγευμα.
Η Πατρίτσια ήταν μόνη στο σπίτι. Η τηλεόραση έπαιζε. Το τηλέφωνο χτύπησε. Το σήκωσε.
«Καλησπέρα. Η Μάγκυ είμαι.»
«Καλησπέρα Μάγκυ. Τι κάνετε; Πως είναι το παιδί;»
«Ο Σάντρο κι εγώ είμαστε καλά ακόμα. Εντάξει, βαριόμαστε όλη μέρα στο σπίτι, ο Σάντρο σήμερα πήγε στο σούπερ μάρκετ κι έκανε τρεις ώρες ουρά για να μπει. Ο Παολίνο όπως τα ξέρεις, κλεισμένος στο δωμάτιο, του αφήνω το φαγητό απ’ έξω. Καλά είναι, γρατζουνάει όλη μέρα την κιθάρα και τραγουδάει. Πόσο φάλτσος είναι, Θεέ μου, ο γιος μου... Βγαίνει μόνο για να πάει στην τουαλέτα, κι ύστερα απολυμαίνω τα πάντα. Δεν ξέρω, φοβάμαι Πατρίτσια. Προσεύχομαι καθημερινά να τον περάσει έτσι, ασυμπτωματικός. Ο παππούς; Έχεις κανένα νέο, επικοινώνησες καθόλου;»
«Όχι, από προχθές που με πήραν απ’ το κινητό του πως θα τον έβαζαν στην εντατική δεν έχω καθόλου νέα του. Απαγορεύεται να πάω στο Πάπας Ιωάννης να μάθω. Το κινητό του δεν απαντάει πια. Έχω πάρει τριακόσιες φορές στο τηλέφωνο του νοσοκομείου, είναι πάντα κατειλημμένο. Κοντεύω να τρελαθώ.»
«Μη φοβάσαι Πάτι, μη φοβάσαι, είναι γερός ο παππούς Πάολο. Και νέος. Θα τα καταφέρει.»
«Μακάρι Μάγκυ μου, μακάρι. Δε θέλω να κάνω κακές σκέψεις, αλλά τρέμω. Αυτός ο καταραμένος αγώνας... κόλλησε όλη η πόλη τον ιό...»

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2020, απόγευμα.
Ο Σάντρο και η Μάγκυ ξαπλωμένοι στον καναπέ παρακολουθούσαν το απογευματινό δελτίο της Πολιτικής Προστασίας της περιφέρειας της Λομβαρδίας. Το μυαλό τους είχε σταματήσει να σκέφτεται. Το στομάχι τους ήταν σφιγμένο. Μέρες τώρα ήταν σφιγμένο. Ο θάνατος είχε βάλει το Μπέργκαμο, για τα καλά, στο μάτι και θέριζε με το δρεπάνι του αδιάκριτα. Απ’ τον παππού δεν είχαν ακόμα κανένα νέο. Έβλεπαν, άκουγαν πως στο Πάπας Ιωάννης ο 23ος πέθαιναν κατά δεκάδες, εκατοντάδες καθημερινά και παρακαλούσαν μέσα τους να μην έχει την ίδια τύχη κι ο Πάολο. Στο μυαλό τους δεν υπήρχε τίποτ’ άλλο, όλα τ’ άλλα είχαν σβήσει. Χτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσε ο Σάντρο. Η Μάγκυ τον κοίταξε με αγωνία.
«Ναι μαμά», είπε κι ύστερα πάλι «ναι μαμά.» Κι ύστερα είπε:
«Ντύνομαι κι έρχομαι. Έρχομαι αμέσως μαμά» Γύρισε στη Μάγκυ με άδειο βλέμμα:
«Ήταν η μαμά, της τηλεφώνησαν από το νοσοκομείο. Πάω στο σπίτι της. Μην πεις τίποτα στο παιδί.»
Παγωνιά. Άνοιξε την πόρτα και βγήκε. Η Μάγκυ δάκρυσε κι άρχισε να προσεύχεται.

Πέμπτη, 19 Μαρτίου 2020, αργά τη νύχτα.
Κλεισμένος τόσες μέρες στο δωμάτιο, κάνοντας τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα ο Παολίνο είχε βαρεθεί. Τσατ με τους φίλους, τηλεόραση όλο βλακείες με τον κορονοϊό, έπαιζε κιθάρα να περάσει την ώρα του, προσπαθούσε να βγάλει το Βιτσεβέρσα του Φραντσέσκο Γκαμπάνι, που του άρεσε πολύ περισσότερο από το τραγούδι που είχε βγει πρώτο φέτος στο Σαν Ρέμο, μα κάπου έχανε τα ακόρντα.
Τα βράδια δεν κοιμόταν εύκολα, αργούσε να τον πάρει ο ύπνος. Έτσι και τούτο το βράδυ. Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι. Προχώρησε μέχρι το παράθυρο, με το χέρι παραμέρισε την κουρτίνα να κοιτάξει λίγο έξω, στη μακρινή ελευθερία που βρισκόταν πίσω από το τζάμι.
Στο δρόμο απέναντι, στη σειρά, στρατιωτικά καμιόνια σταματημένα. Ακίνητα, με τα φώτα σβηστά, σιωπηλά μεσ’ τη νύχτα. Λες και αρνιόντουσαν να δεχτούν το φορτίο τους, λες κι ήθελαν να λιποτακτήσουν απ’ την αποστολή τους, λες κι ήθελαν να κρυφτούν απ’ την αλήθεια. Ήταν όλα, καμιόνια φορτωμένα με τα πτώματα που δεν χώραγαν πια να ταφούν στο νεκροταφείο της πόλης. Ο Παολίνο τα είχε δει σε ζωντανή μετάδοση στο ίντερνετ πριν από λίγο. Του φαινόντουσαν κάτι μακρινό, κάτι που δεν συνέβαινε κάτω από το παράθυρό του. Πώς να χωρέσει ο νους ενός δεκάχρονου... Ο νους ενός δεκάχρονου δεν πάει στο κακό. Ο δικός του παππούς δε μπορούσε να πεθάνει. Θα τον περίμενε να μεγαλώσει, να τον δει να σκοράρει πολλά γκολ. Του το είχε πει.
Έκλεισε τα μάτια κι αμέσως, όπως κάθε φορά που τα ‘κλεινε αυτές τις μέρες, γύρισε η ίδια φάση του τέταρτου γκολ. Ο παίκτης πήρε τη μπάλα στο κέντρο του γηπέδου από δεξιά, ξεχύθηκε σαν σίφουνας προς το αντίπαλο τέρμα, οι αντίπαλοι τον κυνηγούσαν αλλά δεν τον έφταναν, μπήκε στη μεγάλη περιοχή, σούταρε κι έβαλε γκολ.
Άκουσε τα καμιόνια να βάζουν μπροστά τις μηχανές και να ξεκινάνε. Ο Παολίνο άνοιξε τα μάτια παραξενεμένος. Έστρωσε με το δεξί χέρι το ξανθό τσουλούφι. Ο παίκτης που είδε αυτή τη φορά, δεν ήταν ο Χάντεμπουρ. Δεν ήταν ούτε ο ίδιος. Ήταν ο παππούς Πάολο. Έτρεχε στο γήπεδο με τα χέρια υψωμένα και πανηγύριζε το γκολ που είχε βάλει μέσα σε αποθέωση.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1) Ορόμπιτσι: προσωνύμιο των οπαδών της Αταλάντα.
2) Λέγκα του Βορρά: υπερσυντηρητικό ρατσιστικό πολιτικό κόμμα, που είχε ξεκινήσει σαν αποσχιστικό κόμμα της Βόρειας Ιταλίας.
3) καζοντσέλλι: τυπικό πρώτο πιάτο (πάστα) του Μπέργκαμο.
4) Πάολο Ρόσσι: Ιταλός διεθνής ποδοσφαιριστής, ήρωας του Μουντιάλ 1982 που κατέκτησε η Ιταλία.

ΥΓ Από τις εκδόσεις Εύμαρος κυκλοφορούν τα βιβλία του Κώστα Πομντικόπουλου «Τα μπλουζ του Αγίου Παντελεήμονος» το «Φορτητό και το τριαντάφυλλο» και η «Ζαβολιά».
ΥΓ2 Οι εκδόσεις Εύμαρος σε μια προσπάθεια να στείλουν ένα μήνυμα αισιοδοξίας και ελπίδας πως η ζωή -και η λογοτεχνία- συνεχίζονται, ζήτησαν από τους συγγραφείς τους να γράψουν ένα κείμενο για τις μέρες που ζούμε.
Κάθε μέρα θα δημοσιεύουμε ένα κείμενο, με τη σειρά που τα παραλαμβάνουμε. Στη σελίδα των εκδόσεω ν θα είναι αναρτημένα όλα τα κείμενα που έχουν προηγηθεί. Μετά τον Βασίλη Αναγνωστόπουλο, τον Δημήτρη Κουκουλά, τη Ζωή Κατσιαμπούρα, τη Γιώτα Αναγνώστου, τη Λίζα Διονυσιάδου, την Ελένη Λιντζαροπούλου, τον Αλέξανδρο Βαναργιώτη, την Ειρήνη Προκοπίου, την Ειρήνη Δερμιτζάκη, τον Θοδωρή Τσάτσο, τη Μαρώ Τριανταφύλλου, τη Λιάνα Ανδρεοπούλη, τον Γιώργο Μπουγελέκα , τον Μανόλη Κατεινά, τον Κώστα Γιαννόπουλο, τη Γεωργία Δρακάκη, τον Στάθη Βλαχάκο, την Αντωνία Ζεβόλη-Νταουντάκη, τον Τάσο Βασιλείου, την Ελένη Νανοπούλου, τη Ναταλία Δεδουσοπούλου, τον Νεοκλή Δημόπουλο, την Ελένη Κολέθρα, τη Μαίρη Κακολύρη, τον Γιώργο Δρόσο, τον Λέανδρο Πολενάκη και τη Μαρία Τζαρδή, τη σκυτάλη παίρνει ο Κώστας Ποντικόπουλο

Σχόλια