Χθες στις 4 Ιουλίου του 2022 συμπληρώθηκαν 70 χρόνια από τη στιγμή που τραβήχτηκε αυτή η φωτογραφία. Και πιθανότατα μιλάμε για την πιο εμβληματική φωτογραφία των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών της Ιταλίας. Αρκεί να έχεις έστω και ακροθιγώς μια ιδέα περί ιταλικής κουλτουρας, για να καταλάβεις ότι αυτό το πλάνο είναι το ίδιο σημαντικό για την "ιταλικότητα", για την "italianità", όσο μια σκηνή από νεορεαλιστική ταινία ή όσο ένα κομμάτι πίτσα, μια Vespa, ένα φεστιβάλ τραγουδιού του San Remo, μια κόκκινη Alfa Romeo, μια καρτ-ποστάλ από το San Marco στη Βενετία ή ένα εξώφυλλο της Corriere della Serra γραμμένο από τον Pasolini.
Τα χρόνια που ήμουν στην Bologna, πήγαινα συχνά σε ένα κουρείο. Ένα κλασικό old fashion κουρείο, που το είχε ένας ηλικιωμένος κουρέας, επίσης old fashion, ο οποίος, παρά τη μεγάλη διαφορά ηλικίας που μας χώριζε, επέμενε να μου απευθύνεται πάντα στον πληθυντικό. Οι λόγοι που το προτιμούσα ήταν πολλοί. Αφ' ενός βρισκόταν στην via Barbieri, και να πηγαίνεις σε έναν "μπαρμπέρη" ("barbiere" στα ιταλικά) που έχει την έδρα του στην οδό Barbieri, αποτελεί από μόνο του κάποια εγγύηση. Αφ' ετέρου, ο ηλικιωμένος κουρέας είχε πραγματικό πάθος με τον αθλητισμό και πιάναμε συχνά την κουβέντα για το ποδόσφαιρο της εποχής εκείνης στην Ιταλία.
Θυμάμαι μια φορά, όταν του είπα πως ο Γάλλος striker Jean Pierre Papin, ο οποίος τότε αγωνιζόταν στη Milan, είναι κυρίως παίκτης περιοχής και δεν μπορεί να παίξει με την ίδια άνεση στα άκρα της επίθεσης, ο κουρέας σταμάτησε απότομα να με κουρεύει, μου έδωσε το χέρι του και μου είπε με λόγιο σχεδόν ύφος: "Signore, permetta di congratularmi, vedo che Lei s' intende di calcio", που πάει να πει: "Κύριε, επιτρέψτε μου να σας συγχαρώ, βλέπω ότι γνωρίζετε από ποδόσφαιρο". Επίσης συχνά μιλούσε για την Bologna, όχι την ομάδα, την πόλη. Το έκανε με κάποια νοσταλγία για τη ζωντάνια της, που κατά τη γνώμη του έτεινε να χαθεί: "Lei sa caro signore che Bologna era chiamata la città nottambula? Andavi alle 2 di notte in piazza ed era strapiena di gente" (Ξέρετε αγαπητέ κύριε, ότι η Bologna ονομαζόταν "νυχτοπερπατούσα" πόλη; Πήγαινες στις 2 τη νύχτα στην πλατεία και ήταν γεμάτη κόσμο.)
Τέλος θυμάμαι πως για να μου δείξει πόσο γυμνασμένος ήταν ακόμα και σε αυτή την ηλικία, (αθλητής άλλωστε στα νιάτα του κι ο ίδιος) στεκόταν και με κούρευε κατά διαστήματα στηριγμένος μόνο στο ένα του πόδι και πράγματι οι τετρακέφαλοί του ήταν σκληροί σαν πέτρα, πράγμα που το επιδείκνυε με φανερή υπερηφάνεια. Ανήκε προφανώς σε μια γενιά και μια κουλτούρα ανθρώπων για τους οποίους η σωματική ρώμη συνιστούσε σημαντική ανθρώπινη αξία.
Γιατί τα θυμάμαι όλα αυτά όμως; Διότι στον τοίχο του κουρείου υπήρχε σε μεγάλη αφίσσα, αυτή η φωτογραφία. Και δεν ήταν το μόνο κουρείο, ούτε το μόνο old fashion κατάστημα στην Ιταλία που την είχα δει. Τα αντίθετο.
Οι ποδηλάτες της εικόνας (ας έχουμε στο νου μας βεβαίως πως η ποδηλασία είναι εθνικό σπορ στην Ιταλία τουλάχιστον όσο και το ποδόσφαιρο) είναι ο Fausto Coppi και ο Gino Bartali. Δύο ιερά τέρατα της ηρωικότερης εποχής του αθλήματος, σπουδαίοι αθλητές, με μεγάλες νίκες στους σημαντικότερους ποδηλατικούς αγώνες, δηλαδή στον Γύρο της Ιταλίας και στον Γύρο της Γαλλίας, στο "Giro" και στο "Tour", όπως τα ονομάζει η ποδηλατική αργκό.
Δύο τύποι που η δημοφιλία τους ξεπερνούσε εκείνη οποιουδήποτε άλλου συμπατριώτη τους και που είχαν χωρίσει την Ιταλία στα δύο. Ο μίσος ιταλικός λαός οπαδός του Coppi, ο άλλος μίσος του Bartali. Μια χώρα άλλωστε και ένας λαός που σχεδόν λατρεύει να χωρίζεται στα δύο: Βορράς - Νότος, καθολικοί - λαϊκοί, αριστεροί - δεξιοί και πάει λέγοντας...
Ο Coppi, πιθανώς μάλιστα χωρίς να το θέλει και οπωσδήποτε δίχως να το επιδιώξει, υπήρξε ο αγαπημένος τον αριστερών και γενικότερα των πιο ας το πούμε ριζοσπαστικών ατόμων της ιταλικής κοινωνίας. Πιθανώς σε αυτό να είχε παίξει κάποιο ρόλο και η προσωπική του ζωή, η οποία ήταν αρκετά περιπετειώδης για τα μέτρα της εποχής βέβαια, ειδικά η σχέση του με τη δεύτερη σύντροφό του, με την οποία από κοινού είχαν καταδικαστεί σε φυλάκιση με αναστολή λόγω μοιχείας, στα χρόνια που η μοιχεία ήταν ακόμα ποινικό αδίκημα. Για να το πούμε σχηματικά: ο Fausto Coppi ήταν ο σπουδαίος πρωταθλητής, ο ανίκητος αθλητής, το ίδιο ρηξικέλευθος στον αγώνα, όπως και στη ζωή του, ανυποχώρητος και ασυμβίβαστος, ένα πληθωρικό πρότυπο επαναστάτη μέσα και έξω από τον αθλητισμό. Τουλάχιστον αυτή την εικόνα ήθελε να βλέπει η μισή Ιταλία.
Ο Gino Bartali από την άλλη ήταν, ας το πούμε έτσι: "το καλό παιδί", μια καθαρή εικόνα του υγειούς αθλητικού προτύπου, χωρίς ψεγάδια στην προσωπική του καθημερινότητα, καλός καθολικός και οικογενειάρχης που δεν θα χώριζε τη σύζυγό του για κανένα νέο πάθος, ένα πολύ πιο "καθώς πρέπει" μοντέλο που λάτρευε η άλλη μισή Ιταλία.
Η αθλητική καριέρα του Gino Bartali σημαδεύτηκε σε μεγάλο βαθμό και κόπηκε βίαια στη μέση από τον πόλεμο, στην διάρκεια του οποίου μάλιστα ανέπτυξε σημαντική αντιφασιστική δράση, ειδικά για τη σωτηρία πολλών εβραίων πολιτών, τα πλαστά έγγραφα των οποίων μετέφερε μέσα στις ρόδες του ποδηλάτου του, δράση που τον κατέταξε επισήμως ανάμεσα στους "Δίκαιους των Εθνών". Παρά το γεγονός ότι το τέλος του πολέμου τον βρήκε στα 31 του χρόνια και πολύ ταλαιπωρημένο, κατάφερε να επιστρέψει στους αγώνες και να πετύχει σπουδαίες επιτυχίες μέχρι και το 1954 σε ηλικία 40 ετών, όπου αποσύρθηκε από την ενεργό αθλητική δράση και έγινε προπονητής.
Τον συμπαθέστατο παππού Gino Bartali θυμάμαι κι εγώ σαν σχολιαστή των μεγάλων ποδηλατικών αγώνων για την ιταλική τηλεόραση πολλά χρόνια αργότερα στη δεκαετία του '90. Πέθανε σε ηλικία 85 ετών γαλήνιος στο σπίτι του.
Αντιθέτως ο Fausto Coppi "έφυγε" νωρίς. Πολύ νωρίς. Μόλις 40 ετών, εξ αιτίας μια βαριάς μορφής ελονοσίας από κουνούπια, από τα οποία μολύνθηκε στη Μπουρκίνα Φάσο, όπου βρισκόταν για τη συμμετοχή του σε έναν αγώνα και πιθανώς λόγω της λανθασμένης διάγνωσης των γιατρών όταν επέστρεψε στην Ιταλία. Πιθανότατα ήταν ένας θάνατος που μπορούσε να έχει αποφευχθεί, αλλά έτσι κι αλλιώς η μοίρα των λαϊκών ηρώων είναι αυτή: πεθαίνουν νέοι, πριν τα χρόνια σκοτεινιάσουν την ομορφιά και τον μύθο τους...
Υ.Γ. 1) Η εικόνα δείχνει τον Fausto Coppi να δίνει το παγούρι με το νερό του, για να ξεδιψάσει ο μεγάλος του αντίπαλος, ο Gino Bartali. Γύρος της Γαλλίας, 1952, στη διάρκεια της εξοντωτικής ανάβασης στο Galibier των Άλπεων.
Υ.Γ. 2) Για όποιον δεν το έχει ήδη αντιληφθεί: εγώ είμαι με τον Κόπι...
Per chi non l'avesse già capito: io tifo per Coppi...
Aλιευμένο από το facebook του Nikos G. Lemonis
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου